- μούστου
- μοῦστοςmustummasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
γλευκομετρία — η η μέτρηση τής πυκνότητας τού γλεύκους (μούστου), ο προσδιορισμός τής περιεκτικότητας του σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888] … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
εκγλευκίζομαι — ἐκγλευκίζομαι (Α) (για κρασί) παύει η ζύμωση τού μούστου … Dictionary of Greek
μοσθίον — μοσθίον, τὸ (Α) μέτρο χωρητικότητας τού μούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μοῦστος*] … Dictionary of Greek
μουστιά — η [μούστος] το σύνολο τού μούστου μιας σοδειάς σταφυλιών … Dictionary of Greek
μουστόμετρο — το όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η περιεκτικότητα τού μούστου σε ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + μέτρο] … Dictionary of Greek
μουστώνω — [μούστος] 1. ζαλίζομαι από αναθυμιάσεις μούστου 2. ναρκώνομαι από βαρύ ύπνο … Dictionary of Greek
μπότσα — η (Μ μπότσα και μπότζα) νεοελλ. μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμα μσν. εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bozza] … Dictionary of Greek
οινολάσπη — η ονομασία τής υποστάθμης που παραμένει στον πυθμένα τών οινοδοχείων μετά το τέλος τής ζύμωσης τού μούστου και την μετάγγιση τού κρασιού, το ίζημα, το κατακάθι τού κρασιού … Dictionary of Greek